ανεπίτευκτος

ανεπίτευκτος
-η, -ο
ακατόρθωτος, άφθαστος: Ο σκοπός μου εκείνος μένει ακόμη ανεπίτευκτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανεπίτευκτος — η, ο (AM ἀνεπίτευκτος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί, αδύνατος, ακατόρθωτος αρχ. μσν. ο ανεπιτυχής …   Dictionary of Greek

  • ανέφικτος — η, ο (AM ἀνέφικτος, ον) 1. ακατόρθωτος, ανεπίτευκτος, απραγματοποίητος αρχ. απλησίαστος με τη σκέψη, ακατανόητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”